- βελτίοσι
- βελτί̱οσι , βελτίωνbetterdat comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαμαυρώ — ἐξαμαυρῶ, όω (AM) [αμαυρώ] 1. μαυρίζω, συσκοτίζω 2. εξασθενίζω («ἐξαμαυρῶ τὰ χείρονα τοῑς βελτίοσι», Πλούτ.) 3. παθ. «ἐξαμαυροῡμαι» (για φυτό) χάνω τα φυσικά μου χαρακτηριστικά … Dictionary of Greek